- θρηνητικοῦ
- θρηνητικόςinclined to lamentmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μανερώς — Μανερῶς, ῶτος και Μανέρως, ωτος, ὁ (Α) είδος θρηνητικού πένθιμου άσματος τών Αιγυπτίων, ανάλογο με τον ελληνικό Λίνο («ἔστι δε αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεύμενος Μανερῶς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού μοναχογιού τού πρώτου βασιλιά τής Αιγύπτου] … Dictionary of Greek
καντιλένα — η μελωδικό άσμα θρηνητικού χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cantilene (< λατ. cantilena < ρ. cantillo «τραγουδώ»)] … Dictionary of Greek